ρουμανόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρουμανόφωνος < Ρουμάν(ος) + -ό- + -φωνος
Επίθετο
επεξεργασίαρουμανόφωνος, -η, -ο
- που έχει ως μητρική ή ως κύρια γλώσσα τα ρουμανικά
- ↪ Δυτικά του ποταμού Δνείστερου, στη Βεσσαραβία, ο πληθυσμός είναι ρουμανόφωνος
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρουμανόφωνος
|