↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρουμανόφωνος η ρουμανόφωνη το ρουμανόφωνο
      γενική του ρουμανόφωνου της ρουμανόφωνης του ρουμανόφωνου
    αιτιατική τον ρουμανόφωνο τη ρουμανόφωνη το ρουμανόφωνο
     κλητική ρουμανόφωνε ρουμανόφωνη ρουμανόφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρουμανόφωνοι οι ρουμανόφωνες τα ρουμανόφωνα
      γενική των ρουμανόφωνων των ρουμανόφωνων των ρουμανόφωνων
    αιτιατική τους ρουμανόφωνους τις ρουμανόφωνες τα ρουμανόφωνα
     κλητική ρουμανόφωνοι ρουμανόφωνες ρουμανόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρουμανόφωνος < Ρουμάν(ος) + -ό- + -φωνος

  Επίθετο

επεξεργασία

ρουμανόφωνος, -η, -ο

  • που έχει ως μητρική ή ως κύρια γλώσσα τα ρουμανικά
    ⮡  Δυτικά του ποταμού Δνείστερου, στη Βεσσαραβία, ο πληθυσμός είναι ρουμανόφωνος

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία