ουγγρόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαουγγρόφωνος, -η, -ο
- που έχει ως μητρική ή ως κύρια γλώσσα τα ουγγρικά
- ⮡ Βορειότερα, στην δυτική Ρουμανία, ο ουγγρόφωνος πληθυσμός ο οποίος έχει παραμείνει εκεί εδώ και περίπου 70 χρόνια, θα ενωθεί με την Ουγγαρία
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ουγγρόφωνος
|