↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρλεκίνικος η αρλεκίνικη το αρλεκίνικο
      γενική του αρλεκίνικου της αρλεκίνικης του αρλεκίνικου
    αιτιατική τον αρλεκίνικο την αρλεκίνικη το αρλεκίνικο
     κλητική αρλεκίνικε αρλεκίνικη αρλεκίνικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρλεκίνικοι οι αρλεκίνικες τα αρλεκίνικα
      γενική των αρλεκίνικων των αρλεκίνικων των αρλεκίνικων
    αιτιατική τους αρλεκίνικους τις αρλεκίνικες τα αρλεκίνικα
     κλητική αρλεκίνικοι αρλεκίνικες αρλεκίνικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρλεκίνικος < αρλεκίν(ος) + -ικος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aɾ.leˈci.ni.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐λε‐κί‐νι‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

αρλεκίνικος, -η, -ο

  • που μοιάζει ή σχετίζεται με αρλεκίνο
    ※  Κάθεται εκεί κατά τα Εξάρχεια, σε μία αρλεκίνικη οκέλα (προπολεμική πολυτελής πολυκατοικία), μπογιατισμένη παρδαλά, που μοιάζει με υπερωκεάνιο. Είναι τόση πολυτέλεια εκεί που βουϊζουν τ' αφτιά μου. Ο θυρωρός καμαρώνει σαν ναύαρχος.
    Μενέλαος Λουντέμης, Χαμόγελα σε πληγωμένα χείλη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία