αρκούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίααρκούμενος, -η, -ο
- αυτός που αρκείται σε κάτι σχετικά λίγο, καθώς αρκείται
- Ο δικηγόρος σε πρώτη φάση δεν ζήτησε να υπογραφεί το κείμενο, αρκούμενος στην προφορική συναίνεση των συμβαλλομένων
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρκούμενος
|