↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρκούμενος η αρκούμενη το αρκούμενο
      γενική του αρκούμενου της αρκούμενης του αρκούμενου
    αιτιατική τον αρκούμενο την αρκούμενη το αρκούμενο
     κλητική αρκούμενε αρκούμενη αρκούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρκούμενοι οι αρκούμενες τα αρκούμενα
      γενική των αρκούμενων των αρκούμενων των αρκούμενων
    αιτιατική τους αρκούμενους τις αρκούμενες τα αρκούμενα
     κλητική αρκούμενοι αρκούμενες αρκούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρκούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα αρκούμαι

αρκούμενος, -η, -ο

  • αυτός που αρκείται σε κάτι σχετικά λίγο, καθώς αρκείται
Ο δικηγόρος σε πρώτη φάση δεν ζήτησε να υπογραφεί το κείμενο, αρκούμενος στην προφορική συναίνεση των συμβαλλομένων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία