↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αραχνιασμένος η αραχνιασμένη το αραχνιασμένο
      γενική του αραχνιασμένου της αραχνιασμένης του αραχνιασμένου
    αιτιατική τον αραχνιασμένο την αραχνιασμένη το αραχνιασμένο
     κλητική αραχνιασμένε αραχνιασμένη αραχνιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αραχνιασμένοι οι αραχνιασμένες τα αραχνιασμένα
      γενική των αραχνιασμένων των αραχνιασμένων των αραχνιασμένων
    αιτιατική τους αραχνιασμένους τις αραχνιασμένες τα αραχνιασμένα
     κλητική αραχνιασμένοι αραχνιασμένες αραχνιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αραχνιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αραχνιάζω

αραχνιασμένος

  • μη προσαρμοσμένος στη σύγχρονη εποχή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία