Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αραχνιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αραχνιασμέν
ος
η
αραχνιασμέν
η
το
αραχνιασμέν
ο
γενική
του
αραχνιασμέν
ου
της
αραχνιασμέν
ης
του
αραχνιασμέν
ου
αιτιατική
τον
αραχνιασμέν
ο
την
αραχνιασμέν
η
το
αραχνιασμέν
ο
κλητική
αραχνιασμέν
ε
αραχνιασμέν
η
αραχνιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αραχνιασμέν
οι
οι
αραχνιασμέν
ες
τα
αραχνιασμέν
α
γενική
των
αραχνιασμέν
ων
των
αραχνιασμέν
ων
των
αραχνιασμέν
ων
αιτιατική
τους
αραχνιασμέν
ους
τις
αραχνιασμέν
ες
τα
αραχνιασμέν
α
κλητική
αραχνιασμέν
οι
αραχνιασμέν
ες
αραχνιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αραχνιασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αραχνιάζω
Μετοχή
επεξεργασία
αραχνιασμένος
μη προσαρμοσμένος στη σύγχρονη εποχή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αραχνιασμένος
γαλλικά
:
dépassé
(fr)