Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αραβολόγος οι αραβολόγοι
      γενική του/της αραβολόγου των αραβολόγων
    αιτιατική τον/την αραβολόγο τους/τις αραβολόγους
     κλητική αραβολόγε αραβολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αραβολόγος < αραβο- + -λόγος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɾa.voˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρα‐βο‐λό‐γος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αραβολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία