αραβιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɾa.viˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρα‐βι‐στής
Ουσιαστικό
επεξεργασίααραβιστής αρσενικό
- (επάγγελμα) ο αραβολόγος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αραβιστής
→ δείτε τη λέξη αραβολόγος |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αραβιστής - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας