αραβίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αραβίζω < μεσαιωνική ελληνική ἀραβίζω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɾaˈvi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρα‐βί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίααραβίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αραβίζω | αράβιζα | θα αραβίζω | να αραβίζω | αραβίζοντας | |
β' ενικ. | αραβίζεις | αράβιζες | θα αραβίζεις | να αραβίζεις | αράβιζε | |
γ' ενικ. | αραβίζει | αράβιζε | θα αραβίζει | να αραβίζει | ||
α' πληθ. | αραβίζουμε | αραβίζαμε | θα αραβίζουμε | να αραβίζουμε | ||
β' πληθ. | αραβίζετε | αραβίζατε | θα αραβίζετε | να αραβίζετε | αραβίζετε | |
γ' πληθ. | αραβίζουν(ε) | αράβιζαν αραβίζαν(ε) |
θα αραβίζουν(ε) | να αραβίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αράβισα | θα αραβίσω | να αραβίσω | αραβίσει | ||
β' ενικ. | αράβισες | θα αραβίσεις | να αραβίσεις | αράβισε | ||
γ' ενικ. | αράβισε | θα αραβίσει | να αραβίσει | |||
α' πληθ. | αραβίσαμε | θα αραβίσουμε | να αραβίσουμε | |||
β' πληθ. | αραβίσατε | θα αραβίσετε | να αραβίσετε | αραβίστε | ||
γ' πληθ. | αράβισαν αραβίσαν(ε) |
θα αραβίσουν(ε) | να αραβίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αραβίσει | είχα αραβίσει | θα έχω αραβίσει | να έχω αραβίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αραβίσει | είχες αραβίσει | θα έχεις αραβίσει | να έχεις αραβίσει | έχε αραβισμένο | |
γ' ενικ. | έχει αραβίσει | είχε αραβίσει | θα έχει αραβίσει | να έχει αραβίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αραβίσει | είχαμε αραβίσει | θα έχουμε αραβίσει | να έχουμε αραβίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αραβίσει | είχατε αραβίσει | θα έχετε αραβίσει | να έχετε αραβίσει | έχετε αραβισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αραβίσει | είχαν αραβίσει | θα έχουν αραβίσει | να έχουν αραβίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αραβισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αραβισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αραβισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αραβισμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αραβίζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αραβίζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας