Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αραβολογικός η αραβολογική το αραβολογικό
      γενική του αραβολογικού της αραβολογικής του αραβολογικού
    αιτιατική τον αραβολογικό την αραβολογική το αραβολογικό
     κλητική αραβολογικέ αραβολογική αραβολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αραβολογικοί οι αραβολογικές τα αραβολογικά
      γενική των αραβολογικών των αραβολογικών των αραβολογικών
    αιτιατική τους αραβολογικούς τις αραβολογικές τα αραβολογικά
     κλητική αραβολογικοί αραβολογικές αραβολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αραβολογικός < αραβολόγ(ος) + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɾa.vo.lo.ʝiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρα‐βο‐λο‐γι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

αραβολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • αραβολογικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)