Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρίγωτος η αρίγωτη το αρίγωτο
      γενική του αρίγωτου της αρίγωτης του αρίγωτου
    αιτιατική τον αρίγωτο την αρίγωτη το αρίγωτο
     κλητική αρίγωτε αρίγωτη αρίγωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρίγωτοι οι αρίγωτες τα αρίγωτα
      γενική των αρίγωτων των αρίγωτων των αρίγωτων
    αιτιατική τους αρίγωτους τις αρίγωτες τα αρίγωτα
     κλητική αρίγωτοι αρίγωτες αρίγωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρίγωτος < α- + ριγώνω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αρίγωτος, -η, -ο

  • που δεν έχει ρίγες
    ※  Ημέρα θαυμάσια, ζεστή, η θάλασσα αρίγωτη προκαλούσε το πολύβουο σμάρι αγοριών και κοριτσιών για κολύμπι (Η αίγλη των κλασικών μας, 03/06/2015, saronicmagazine.gr [1])
    ※  Το συγκεκριμένο Βιβλίο Πρακτικών, ετών 1849-1850, δεμένο με χοντρό εξώφυλλο, αποτελείται από 67 αρίγωτα φύλλα + ένα εσώφυλλο, διαστάσεων 28x20 εκ. (Oι Κεφαλονίτες ριζοσπάστες σε συνεδρίαση. Από ανέκδοτο βιβλίο πρακτικών του «ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΟΣ», Επτανησιακά, 21/3/2015 [2])

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία