↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απότμηση οι αποτμήσεις
      γενική της απότμησης* των αποτμήσεων
    αιτιατική την απότμηση τις αποτμήσεις
     κλητική απότμηση αποτμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποτμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απότμηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπότμησις < αρχαία ελληνική ἀποτέμνω < ἀπό + τέμνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απότμηση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)