απόσκεπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απόσκεπος < μεσαιωνική ελληνική απόσκεπος
Επίθετο επεξεργασία
απόσκεπος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
- απόσκεπα
- → δείτε τις λέξεις αποσκεπάζω και σκεπάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
απόσκεπος
|