απόντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | απών & απόντας |
η | απούσα | το | απόν |
γενική | του | απόντος & απόντα |
της | απούσας & απούσης* |
του | απόντος |
αιτιατική | τον | απόντα | την | απούσα | το | απόν |
κλητική | απών & απόντα |
απούσα | απόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | απόντες | οι | απούσες | τα | απόντα |
γενική | των | απόντων | των | απουσών | των | απόντων |
αιτιατική | τους | απόντες | τις | απούσες | τα | απόντα |
κλητική | απόντες | απούσες | απόντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «παρόντας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈpon.das/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐ντας
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- απόντας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπών, από αιτιατική πτώση τόν ἀπόντα
Μετοχή
επεξεργασίααπόντας, -ούσα, -όν
- μορφή του απών με νεότερες καταλήξεις
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απόντας
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- απόντας < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
επεξεργασίααπόντας
- (ιδιωματικό) από τότε που[1]
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 437.