απόμακτρο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απόμακτρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόμακτρον (σκυτάλη ισιώματος του σιταριού) < ἀπομάσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπόμακτρο ουδέτερο
- (λόγιο, παρωχημένο) πανί καθαρισμού, σπόγγος
- → χρειάζεται παράθεμα
- → δείτε το αρχαίο μάκτρον
- η απομάκτρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε και τη λέξη απομάκτρα
πανί ή μέσο καθαρισμού
|
Πηγές
επεξεργασία- «ἀπομάκτρα», «ἀπόμακτρον» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .