Δείτε επίσης: ἀποφώλιος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποφώλιος η αποφώλια το αποφώλιο
      γενική του αποφώλιου της αποφώλιας του αποφώλιου
    αιτιατική τον αποφώλιο την αποφώλια το αποφώλιο
     κλητική αποφώλιε αποφώλια αποφώλιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποφώλιοι οι αποφώλιες τα αποφώλια
      γενική των αποφώλιων των αποφώλιων των αποφώλιων
    αιτιατική τους αποφώλιους τις αποφώλιες τα αποφώλια
     κλητική αποφώλιοι αποφώλιες αποφώλια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποφώλιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποφώλιος (άχρηστος, μάταιος), αβέβαιης ετυμολογίας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.poˈfo.li.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐φώ‐λι‐ος

  Επίθετο επεξεργασία

αποφώλιος, -α, -ο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία