αποφώλιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αποφώλιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποφώλιος (άχρηστος, μάταιος), αβέβαιης ετυμολογίας
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.poˈfo.li.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐φώ‐λι‐ος
Επίθετο
επεξεργασία
αποφώλιος, -α, -ο
- τερατώδης στη θέα, απαίσιος στη λόγια έκφραση: αποφώλιο τέρας (δείτε: αρχαία ελληνικά: ἀποφώλιον τρέφος)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- διαφορετικό το αποφώλι της δημοτικής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποφώλιος
|
Πηγές
επεξεργασία
- αποφώλιος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .