Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποσχηματισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποσχηματισμέν
ος
η
αποσχηματισμέν
η
το
αποσχηματισμέν
ο
γενική
του
αποσχηματισμέν
ου
της
αποσχηματισμέν
ης
του
αποσχηματισμέν
ου
αιτιατική
τον
αποσχηματισμέν
ο
την
αποσχηματισμέν
η
το
αποσχηματισμέν
ο
κλητική
αποσχηματισμέν
ε
αποσχηματισμέν
η
αποσχηματισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποσχηματισμέν
οι
οι
αποσχηματισμέν
ες
τα
αποσχηματισμέν
α
γενική
των
αποσχηματισμέν
ων
των
αποσχηματισμέν
ων
των
αποσχηματισμέν
ων
αιτιατική
τους
αποσχηματισμέν
ους
τις
αποσχηματισμέν
ες
τα
αποσχηματισμέν
α
κλητική
αποσχηματισμέν
οι
αποσχηματισμέν
ες
αποσχηματισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αποσχηματισμένος
(
θρησκεία
)
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αποσχηματίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποσχηματισμένος
αγγλικά
:
defrocked
(en)