Δείτε επίσης: ἀποσχηματίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποσχηματίζω < (ελληνιστική κοινήἀποσχηματίζω

αποσχηματίζω (παθητική φωνή: αποσχηματίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία