Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποσφραγισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποσφραγισμέν
ος
η
αποσφραγισμέν
η
το
αποσφραγισμέν
ο
γενική
του
αποσφραγισμέν
ου
της
αποσφραγισμέν
ης
του
αποσφραγισμέν
ου
αιτιατική
τον
αποσφραγισμέν
ο
την
αποσφραγισμέν
η
το
αποσφραγισμέν
ο
κλητική
αποσφραγισμέν
ε
αποσφραγισμέν
η
αποσφραγισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποσφραγισμέν
οι
οι
αποσφραγισμέν
ες
τα
αποσφραγισμέν
α
γενική
των
αποσφραγισμέν
ων
των
αποσφραγισμέν
ων
των
αποσφραγισμέν
ων
αιτιατική
τους
αποσφραγισμέν
ους
τις
αποσφραγισμέν
ες
τα
αποσφραγισμέν
α
κλητική
αποσφραγισμέν
οι
αποσφραγισμέν
ες
αποσφραγισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αποσφραγισμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αποσφραγίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποσφραγισμένος
αγγλικά
:
unseal
(en)