αποσφραγίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσφραγίζω < ελληνιστική κοινή ἀποσφραγίζω < αρχαία ελληνική ἀποσφραγίζομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + σφραγίζω
Ρήμα
επεξεργασίααποσφραγίζω (παθητική φωνή: αποσφραγίζομαι)
- αφαιρώ τη σφραγίδα ή το σφράγισμα και ανοίγω (επίσημα) κα΄τι που μέχρι πρότινος ήταν σφραγισμένο
- (ιατρική, οδοντιατρική) αφαιρώ το σφράγισμα από κάποιο δόντι
Συγγενικά
επεξεργασία- αποσφράγιση
- αποσφράγισμα
- αποσφραγισμένος
- → δείτε τις λέξεις από, σφραγίζω και σφραγίδα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσφραγίζω | αποσφράγιζα | θα αποσφραγίζω | να αποσφραγίζω | αποσφραγίζοντας | |
β' ενικ. | αποσφραγίζεις | αποσφράγιζες | θα αποσφραγίζεις | να αποσφραγίζεις | αποσφράγιζε | |
γ' ενικ. | αποσφραγίζει | αποσφράγιζε | θα αποσφραγίζει | να αποσφραγίζει | ||
α' πληθ. | αποσφραγίζουμε | αποσφραγίζαμε | θα αποσφραγίζουμε | να αποσφραγίζουμε | ||
β' πληθ. | αποσφραγίζετε | αποσφραγίζατε | θα αποσφραγίζετε | να αποσφραγίζετε | αποσφραγίζετε | |
γ' πληθ. | αποσφραγίζουν(ε) | αποσφράγιζαν αποσφραγίζαν(ε) |
θα αποσφραγίζουν(ε) | να αποσφραγίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσφράγισα | θα αποσφραγίσω | να αποσφραγίσω | αποσφραγίσει | ||
β' ενικ. | αποσφράγισες | θα αποσφραγίσεις | να αποσφραγίσεις | αποσφράγισε | ||
γ' ενικ. | αποσφράγισε | θα αποσφραγίσει | να αποσφραγίσει | |||
α' πληθ. | αποσφραγίσαμε | θα αποσφραγίσουμε | να αποσφραγίσουμε | |||
β' πληθ. | αποσφραγίσατε | θα αποσφραγίσετε | να αποσφραγίσετε | αποσφραγίστε | ||
γ' πληθ. | αποσφράγισαν αποσφραγίσαν(ε) |
θα αποσφραγίσουν(ε) | να αποσφραγίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποσφραγίσει | είχα αποσφραγίσει | θα έχω αποσφραγίσει | να έχω αποσφραγίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποσφραγίσει | είχες αποσφραγίσει | θα έχεις αποσφραγίσει | να έχεις αποσφραγίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποσφραγίσει | είχε αποσφραγίσει | θα έχει αποσφραγίσει | να έχει αποσφραγίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσφραγίσει | είχαμε αποσφραγίσει | θα έχουμε αποσφραγίσει | να έχουμε αποσφραγίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποσφραγίσει | είχατε αποσφραγίσει | θα έχετε αποσφραγίσει | να έχετε αποσφραγίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσφραγίσει | είχαν αποσφραγίσει | θα έχουν αποσφραγίσει | να έχουν αποσφραγίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσφραγίζομαι | αποσφραγιζόμουν(α) | θα αποσφραγίζομαι | να αποσφραγίζομαι | αποσφραγιζόμενος | |
β' ενικ. | αποσφραγίζεσαι | αποσφραγιζόσουν(α) | θα αποσφραγίζεσαι | να αποσφραγίζεσαι | ||
γ' ενικ. | αποσφραγίζεται | αποσφραγιζόταν(ε) | θα αποσφραγίζεται | να αποσφραγίζεται | ||
α' πληθ. | αποσφραγιζόμαστε | αποσφραγιζόμαστε αποσφραγιζόμασταν |
θα αποσφραγιζόμαστε | να αποσφραγιζόμαστε | ||
β' πληθ. | αποσφραγίζεστε | αποσφραγιζόσαστε αποσφραγιζόσασταν |
θα αποσφραγίζεστε | να αποσφραγίζεστε | (αποσφραγίζεστε) | |
γ' πληθ. | αποσφραγίζονται | αποσφραγίζονταν αποσφραγιζόντουσαν |
θα αποσφραγίζονται | να αποσφραγίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσφραγίστηκα | θα αποσφραγιστώ | να αποσφραγιστώ | αποσφραγιστεί | ||
β' ενικ. | αποσφραγίστηκες | θα αποσφραγιστείς | να αποσφραγιστείς | αποσφραγίσου | ||
γ' ενικ. | αποσφραγίστηκε | θα αποσφραγιστεί | να αποσφραγιστεί | |||
α' πληθ. | αποσφραγιστήκαμε | θα αποσφραγιστούμε | να αποσφραγιστούμε | |||
β' πληθ. | αποσφραγιστήκατε | θα αποσφραγιστείτε | να αποσφραγιστείτε | αποσφραγιστείτε | ||
γ' πληθ. | αποσφραγίστηκαν αποσφραγιστήκαν(ε) |
θα αποσφραγιστούν(ε) | να αποσφραγιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποσφραγιστεί | είχα αποσφραγιστεί | θα έχω αποσφραγιστεί | να έχω αποσφραγιστεί | αποσφραγισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποσφραγιστεί | είχες αποσφραγιστεί | θα έχεις αποσφραγιστεί | να έχεις αποσφραγιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποσφραγιστεί | είχε αποσφραγιστεί | θα έχει αποσφραγιστεί | να έχει αποσφραγιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσφραγιστεί | είχαμε αποσφραγιστεί | θα έχουμε αποσφραγιστεί | να έχουμε αποσφραγιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποσφραγιστεί | είχατε αποσφραγιστεί | θα έχετε αποσφραγιστεί | να έχετε αποσφραγιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσφραγιστεί | είχαν αποσφραγιστεί | θα έχουν αποσφραγιστεί | να έχουν αποσφραγιστεί |