αποσφράγισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποσφράγισμα < αποσφραγίζω, αποσφραγισ- + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποσφράγισμα ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αποσφραγίζω, σφραγίζω και σφραγίδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποσφράγισμα
|