ξεσφραγίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεσφραγίζω (παθητική φωνή: ξεσφραγίζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- ξεσφράγιση
- ξεσφράγισμα
- ξεσφραγισμένος
- → δείτε τις λέξεις σφραγίζω και σφραγίδα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεσφραγίζω | ξεσφράγιζα | θα ξεσφραγίζω | να ξεσφραγίζω | ξεσφραγίζοντας | |
β' ενικ. | ξεσφραγίζεις | ξεσφράγιζες | θα ξεσφραγίζεις | να ξεσφραγίζεις | ξεσφράγιζε | |
γ' ενικ. | ξεσφραγίζει | ξεσφράγιζε | θα ξεσφραγίζει | να ξεσφραγίζει | ||
α' πληθ. | ξεσφραγίζουμε | ξεσφραγίζαμε | θα ξεσφραγίζουμε | να ξεσφραγίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεσφραγίζετε | ξεσφραγίζατε | θα ξεσφραγίζετε | να ξεσφραγίζετε | ξεσφραγίζετε | |
γ' πληθ. | ξεσφραγίζουν(ε) | ξεσφράγιζαν ξεσφραγίζαν(ε) |
θα ξεσφραγίζουν(ε) | να ξεσφραγίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεσφράγισα | θα ξεσφραγίσω | να ξεσφραγίσω | ξεσφραγίσει | ||
β' ενικ. | ξεσφράγισες | θα ξεσφραγίσεις | να ξεσφραγίσεις | ξεσφράγισε | ||
γ' ενικ. | ξεσφράγισε | θα ξεσφραγίσει | να ξεσφραγίσει | |||
α' πληθ. | ξεσφραγίσαμε | θα ξεσφραγίσουμε | να ξεσφραγίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεσφραγίσατε | θα ξεσφραγίσετε | να ξεσφραγίσετε | ξεσφραγίστε | ||
γ' πληθ. | ξεσφράγισαν ξεσφραγίσαν(ε) |
θα ξεσφραγίσουν(ε) | να ξεσφραγίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεσφραγίσει | είχα ξεσφραγίσει | θα έχω ξεσφραγίσει | να έχω ξεσφραγίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεσφραγίσει | είχες ξεσφραγίσει | θα έχεις ξεσφραγίσει | να έχεις ξεσφραγίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεσφραγίσει | είχε ξεσφραγίσει | θα έχει ξεσφραγίσει | να έχει ξεσφραγίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεσφραγίσει | είχαμε ξεσφραγίσει | θα έχουμε ξεσφραγίσει | να έχουμε ξεσφραγίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεσφραγίσει | είχατε ξεσφραγίσει | θα έχετε ξεσφραγίσει | να έχετε ξεσφραγίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεσφραγίσει | είχαν ξεσφραγίσει | θα έχουν ξεσφραγίσει | να έχουν ξεσφραγίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεσφραγίζομαι | ξεσφραγιζόμουν(α) | θα ξεσφραγίζομαι | να ξεσφραγίζομαι | ξεσφραγιζόμενος | |
β' ενικ. | ξεσφραγίζεσαι | ξεσφραγιζόσουν(α) | θα ξεσφραγίζεσαι | να ξεσφραγίζεσαι | (ξεσφραγίζου) | |
γ' ενικ. | ξεσφραγίζεται | ξεσφραγιζόταν(ε) | θα ξεσφραγίζεται | να ξεσφραγίζεται | ||
α' πληθ. | ξεσφραγιζόμαστε | ξεσφραγιζόμαστε ξεσφραγιζόμασταν |
θα ξεσφραγιζόμαστε | να ξεσφραγιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεσφραγίζεστε | ξεσφραγιζόσαστε ξεσφραγιζόσασταν |
θα ξεσφραγίζεστε | να ξεσφραγίζεστε | (ξεσφραγίζεστε) | |
γ' πληθ. | ξεσφραγίζονται | ξεσφραγίζονταν ξεσφραγιζόντουσαν |
θα ξεσφραγίζονται | να ξεσφραγίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεσφραγίστηκα | θα ξεσφραγιστώ | να ξεσφραγιστώ | ξεσφραγιστεί | ||
β' ενικ. | ξεσφραγίστηκες | θα ξεσφραγιστείς | να ξεσφραγιστείς | ξεσφραγίσου | ||
γ' ενικ. | ξεσφραγίστηκε | θα ξεσφραγιστεί | να ξεσφραγιστεί | |||
α' πληθ. | ξεσφραγιστήκαμε | θα ξεσφραγιστούμε | να ξεσφραγιστούμε | |||
β' πληθ. | ξεσφραγιστήκατε | θα ξεσφραγιστείτε | να ξεσφραγιστείτε | ξεσφραγιστείτε | ||
γ' πληθ. | ξεσφραγίστηκαν ξεσφραγιστήκαν(ε) |
θα ξεσφραγιστούν(ε) | να ξεσφραγιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεσφραγιστεί | είχα ξεσφραγιστεί | θα έχω ξεσφραγιστεί | να έχω ξεσφραγιστεί | ξεσφραγισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεσφραγιστεί | είχες ξεσφραγιστεί | θα έχεις ξεσφραγιστεί | να έχεις ξεσφραγιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεσφραγιστεί | είχε ξεσφραγιστεί | θα έχει ξεσφραγιστεί | να έχει ξεσφραγιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεσφραγιστεί | είχαμε ξεσφραγιστεί | θα έχουμε ξεσφραγιστεί | να έχουμε ξεσφραγιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεσφραγιστεί | είχατε ξεσφραγιστεί | θα έχετε ξεσφραγιστεί | να έχετε ξεσφραγιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεσφραγιστεί | είχαν ξεσφραγιστεί | θα έχουν ξεσφραγιστεί | να έχουν ξεσφραγιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεσφραγίζω
|