Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεσφραγίζω < ξε- + σφραγίζω

ξεσφραγίζω (παθητική φωνή: ξεσφραγίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία