↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απορφανισμένος η απορφανισμένη το απορφανισμένο
      γενική του απορφανισμένου της απορφανισμένης του απορφανισμένου
    αιτιατική τον απορφανισμένο την απορφανισμένη το απορφανισμένο
     κλητική απορφανισμένε απορφανισμένη απορφανισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απορφανισμένοι οι απορφανισμένες τα απορφανισμένα
      γενική των απορφανισμένων των απορφανισμένων των απορφανισμένων
    αιτιατική τους απορφανισμένους τις απορφανισμένες τα απορφανισμένα
     κλητική απορφανισμένοι απορφανισμένες απορφανισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απορφανισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απορφανίζω

απορφανισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη απορφανίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία