απορφανισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίααπορφανισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του απορφανισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του απορφανισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του απορφανισμένος