απορφανίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απορφανίζω < ελληνιστική κοινή ἀπορφανίζω < αρχαία ελληνική ἀπορφανίζομαι < ὀρφανός
Ρήμα
επεξεργασίααπορφανίζω (παθητική φωνή: απορφανίζομαι)
- (λόγιο) (κυριολεκτικά) κάνω κάποιον ορφανό
- (λόγιο) (μεταφορικά) διώχνω ή αφαιρώ τον ηγέτη, τον αρχηγό κ.λπ.
Συγγενικά
επεξεργασία- απορφανεμένος
- απορφανεύω
- απορφάνιση
- απορφανισμένος
- απορφανισμός
- → δείτε τις λέξεις από, ορφανίζω και ορφανός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απορφανίζω | απορφάνιζα | θα απορφανίζω | να απορφανίζω | απορφανίζοντας | |
β' ενικ. | απορφανίζεις | απορφάνιζες | θα απορφανίζεις | να απορφανίζεις | απορφάνιζε | |
γ' ενικ. | απορφανίζει | απορφάνιζε | θα απορφανίζει | να απορφανίζει | ||
α' πληθ. | απορφανίζουμε | απορφανίζαμε | θα απορφανίζουμε | να απορφανίζουμε | ||
β' πληθ. | απορφανίζετε | απορφανίζατε | θα απορφανίζετε | να απορφανίζετε | απορφανίζετε | |
γ' πληθ. | απορφανίζουν(ε) | απορφάνιζαν απορφανίζαν(ε) |
θα απορφανίζουν(ε) | να απορφανίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απορφάνισα | θα απορφανίσω | να απορφανίσω | απορφανίσει | ||
β' ενικ. | απορφάνισες | θα απορφανίσεις | να απορφανίσεις | απορφάνισε | ||
γ' ενικ. | απορφάνισε | θα απορφανίσει | να απορφανίσει | |||
α' πληθ. | απορφανίσαμε | θα απορφανίσουμε | να απορφανίσουμε | |||
β' πληθ. | απορφανίσατε | θα απορφανίσετε | να απορφανίσετε | απορφανίστε | ||
γ' πληθ. | απορφάνισαν απορφανίσαν(ε) |
θα απορφανίσουν(ε) | να απορφανίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απορφανίσει | είχα απορφανίσει | θα έχω απορφανίσει | να έχω απορφανίσει | ||
β' ενικ. | έχεις απορφανίσει | είχες απορφανίσει | θα έχεις απορφανίσει | να έχεις απορφανίσει | ||
γ' ενικ. | έχει απορφανίσει | είχε απορφανίσει | θα έχει απορφανίσει | να έχει απορφανίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απορφανίσει | είχαμε απορφανίσει | θα έχουμε απορφανίσει | να έχουμε απορφανίσει | ||
β' πληθ. | έχετε απορφανίσει | είχατε απορφανίσει | θα έχετε απορφανίσει | να έχετε απορφανίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απορφανίσει | είχαν απορφανίσει | θα έχουν απορφανίσει | να έχουν απορφανίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία απορφανίζω