Ετυμολογία

επεξεργασία
απορφανίζω < ελληνιστική κοινή ἀπορφανίζω < αρχαία ελληνική ἀπορφανίζομαι < ὀρφανός

απορφανίζω (παθητική φωνή: απορφανίζομαι)

  1. (λόγιο) (κυριολεκτικά) κάνω κάποιον ορφανό
  2. (λόγιο) (μεταφορικά) διώχνω ή αφαιρώ τον ηγέτη, τον αρχηγό κ.λπ.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία