ενικός         πληθυντικός  
orphan orphans

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

orphan (en)

  • ο ορφανός, η ορφανή
    ⮡  He is an orphan; we must support him.
    Είναι ορφανός· πρέπει να τον υποστηρίξουμε.