ορφανίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ορφανίζω < αρχαία ελληνική ὀρφανίζω < ὀρφανός
Ρήμα
επεξεργασίαορφανίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ορφανός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ορφανίζω | ορφάνιζα | θα ορφανίζω | να ορφανίζω | ορφανίζοντας | |
β' ενικ. | ορφανίζεις | ορφάνιζες | θα ορφανίζεις | να ορφανίζεις | ορφάνιζε | |
γ' ενικ. | ορφανίζει | ορφάνιζε | θα ορφανίζει | να ορφανίζει | ||
α' πληθ. | ορφανίζουμε | ορφανίζαμε | θα ορφανίζουμε | να ορφανίζουμε | ||
β' πληθ. | ορφανίζετε | ορφανίζατε | θα ορφανίζετε | να ορφανίζετε | ορφανίζετε | |
γ' πληθ. | ορφανίζουν(ε) | ορφάνιζαν ορφανίζαν(ε) |
θα ορφανίζουν(ε) | να ορφανίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ορφάνισα | θα ορφανίσω | να ορφανίσω | ορφανίσει | ||
β' ενικ. | ορφάνισες | θα ορφανίσεις | να ορφανίσεις | ορφάνισε | ||
γ' ενικ. | ορφάνισε | θα ορφανίσει | να ορφανίσει | |||
α' πληθ. | ορφανίσαμε | θα ορφανίσουμε | να ορφανίσουμε | |||
β' πληθ. | ορφανίσατε | θα ορφανίσετε | να ορφανίσετε | ορφανίστε | ||
γ' πληθ. | ορφάνισαν ορφανίσαν(ε) |
θα ορφανίσουν(ε) | να ορφανίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ορφανίσει | είχα ορφανίσει | θα έχω ορφανίσει | να έχω ορφανίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ορφανίσει | είχες ορφανίσει | θα έχεις ορφανίσει | να έχεις ορφανίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ορφανίσει | είχε ορφανίσει | θα έχει ορφανίσει | να έχει ορφανίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ορφανίσει | είχαμε ορφανίσει | θα έχουμε ορφανίσει | να έχουμε ορφανίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ορφανίσει | είχατε ορφανίσει | θα έχετε ορφανίσει | να έχετε ορφανίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ορφανίσει | είχαν ορφανίσει | θα έχουν ορφανίσει | να έχουν ορφανίσει |
|