Ετυμολογία

επεξεργασία
απορφανεύω < μεσαιωνική ελληνική ἀπορφανεύομαι[1] < αρχαία ελληνική ὀρφανός

απορφανεύω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ἀπορφανεύομαι - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)