Δείτε επίσης: ἀποπλέων
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποπλέων η αποπλέουσα το αποπλέον
      γενική του αποπλέοντος
αποπλέοντα1
της αποπλέουσας
αποπλεούσης*
του αποπλέοντος
    αιτιατική τον αποπλέοντα την αποπλέουσα το αποπλέον
     κλητική αποπλέων αποπλέουσα αποπλέον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποπλέοντες οι αποπλέουσες τα αποπλέοντα
      γενική των αποπλεόντων των αποπλεουσών των αποπλεόντων
    αιτιατική τους αποπλέοντες τις αποπλέουσες τα αποπλέοντα
     κλητική αποπλέοντες αποπλέουσες αποπλέοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αποπλέων, -ουσα, -ον

  Μεταφράσεις

επεξεργασία