αποπλέων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αποπλέων | η | αποπλέουσα | το | αποπλέον |
γενική | του | αποπλέοντος & αποπλέοντα1 |
της | αποπλέουσας & αποπλεούσης* |
του | αποπλέοντος |
αιτιατική | τον | αποπλέοντα | την | αποπλέουσα | το | αποπλέον |
κλητική | αποπλέων | αποπλέουσα | αποπλέον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αποπλέοντες | οι | αποπλέουσες | τα | αποπλέοντα |
γενική | των | αποπλεόντων | των | αποπλεουσών | των | αποπλεόντων |
αιτιατική | τους | αποπλέοντες | τις | αποπλέουσες | τα | αποπλέοντα |
κλητική | αποπλέοντες | αποπλέουσες | αποπλέοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
επεξεργασίααποπλέων, -ουσα, -ον
- (λόγιο) μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αποπλέω (αρχαία ελληνική ἀποπλέω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποπλέων
|