απολογιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απολογιστικός < απολογισμός + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
απολογιστικός
- που έχει σχέση με τον απολογισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά επεξεργασία
- απολογιστικότητα
- → δείτε τις λέξεις απολογισμός, απολογούμαι και λέγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
απολογιστικός
|