απολογιστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απολογιστικότητα < απολογιστικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική accountability)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπολογιστικότητα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία απολογιστικότητα
|