αποκρυφιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποκρυφιστικός < αποκρυφιστής / αποκρυφισμός + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίααποκρυφιστικός, -ή, ό
- που έχει σχέση με τον αποκρυφιστή ή τον αποκρυφισμό ή αναφέρεται σ' αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αποκρυφισμός και κρύβω