αποκρυφιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποκρυφιστής < αποκρυφισμός + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική occultiste
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποκρυφιστής αρσενικό
- αυτός που ασχολείται με τον αποκρυφισμό
- αυτός που αποδέχεται τον αποκρυφισμό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αποκρυφισμός και κρύβω