Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποκρυφιστής οι αποκρυφιστές
      γενική του αποκρυφιστή των αποκρυφιστών
    αιτιατική τον αποκρυφιστή τους αποκρυφιστές
     κλητική αποκρυφιστή αποκρυφιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποκρυφιστής < αποκρυφισμός + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική occultiste

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποκρυφιστής αρσενικό

  1. αυτός που ασχολείται με τον αποκρυφισμό
  2. αυτός που αποδέχεται τον αποκρυφισμό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία