αποκατιανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποκατιανός < αποκάτω + -ιανός < (ελληνιστική κοινή) ἀποκάτω < αρχαία ελληνική ἀπό + κάτω
Επίθετο
επεξεργασίααποκατιανός
- άλλη μορφή του αποκατινός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποκατιανός
|