αποκαΐδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αποκαΐδι | τα | αποκαΐδια |
γενική | του | αποκαϊδιού | των | αποκαϊδιών |
αιτιατική | το | αποκαΐδι | τα | αποκαΐδια |
κλητική | αποκαΐδι | αποκαΐδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααποκαΐδι ουδέτερο
- το μισοκαμένο κομμάτι ξύλου ή κούτσουρου που έχει απομείνει μετά το σβήσιμο της φωτιάς