αποθορυβοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποθορυβοποίηση | οι | αποθορυβοποιήσεις |
γενική | της | αποθορυβοποίησης | των | αποθορυβοποιήσεων |
αιτιατική | την | αποθορυβοποίηση | τις | αποθορυβοποιήσεις |
κλητική | αποθορυβοποίηση | αποθορυβοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποθορυβοποίηση < απο- + θόρυβ(ος) + -ο- + -ποίηση, απόδοση για την αγγλική noise reduction
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποθορυβοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποθορυβοποιώ
Σημειώσεις
επεξεργασία- σε κάποια συστήματα αποθορυβοποίηση και αποσφαλμάτωση ταυτίζονται
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποθορυβοποίηση