αποθορυβοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποθορυβοποιώ < αποθορυβοποίηση + -ώ (αναδρομικός σχηματισμός)
Ρήμα
επεξεργασίααποθορυβοποιώ
- αφαιρώ τον θόρυβο από μια ηχογράφηση ή τον «θόρυβο» από κάποιο βίντεο ή φωτογραφία
Συγγενικά
επεξεργασία- αποθορυβοποίηση
- → δείτε τις λέξεις από και θόρυβος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποθορυβοποιώ | αποθορυβοποιούσα | θα αποθορυβοποιώ | να αποθορυβοποιώ | αποθορυβοποιώντας | |
β' ενικ. | αποθορυβοποιείς | αποθορυβοποιούσες | θα αποθορυβοποιείς | να αποθορυβοποιείς | (αποθορυβοποίει) | |
γ' ενικ. | αποθορυβοποιεί | αποθορυβοποιούσε | θα αποθορυβοποιεί | να αποθορυβοποιεί | ||
α' πληθ. | αποθορυβοποιούμε | αποθορυβοποιούσαμε | θα αποθορυβοποιούμε | να αποθορυβοποιούμε | ||
β' πληθ. | αποθορυβοποιείτε | αποθορυβοποιούσατε | θα αποθορυβοποιείτε | να αποθορυβοποιείτε | αποθορυβοποιείτε | |
γ' πληθ. | αποθορυβοποιούν(ε) | αποθορυβοποιούσαν(ε) | θα αποθορυβοποιούν(ε) | να αποθορυβοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποθορυβοποίησα | θα αποθορυβοποιήσω | να αποθορυβοποιήσω | αποθορυβοποιήσει | ||
β' ενικ. | αποθορυβοποίησες | θα αποθορυβοποιήσεις | να αποθορυβοποιήσεις | αποθορυβοποίησε | ||
γ' ενικ. | αποθορυβοποίησε | θα αποθορυβοποιήσει | να αποθορυβοποιήσει | |||
α' πληθ. | αποθορυβοποιήσαμε | θα αποθορυβοποιήσουμε | να αποθορυβοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | αποθορυβοποιήσατε | θα αποθορυβοποιήσετε | να αποθορυβοποιήσετε | αποθορυβοποιήστε | ||
γ' πληθ. | αποθορυβοποίησαν αποθορυβοποιήσαν(ε) |
θα αποθορυβοποιήσουν(ε) | να αποθορυβοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποθορυβοποιήσει | είχα αποθορυβοποιήσει | θα έχω αποθορυβοποιήσει | να έχω αποθορυβοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποθορυβοποιήσει | είχες αποθορυβοποιήσει | θα έχεις αποθορυβοποιήσει | να έχεις αποθορυβοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποθορυβοποιήσει | είχε αποθορυβοποιήσει | θα έχει αποθορυβοποιήσει | να έχει αποθορυβοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποθορυβοποιήσει | είχαμε αποθορυβοποιήσει | θα έχουμε αποθορυβοποιήσει | να έχουμε αποθορυβοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποθορυβοποιήσει | είχατε αποθορυβοποιήσει | θα έχετε αποθορυβοποιήσει | να έχετε αποθορυβοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποθορυβοποιήσει | είχαν αποθορυβοποιήσει | θα έχουν αποθορυβοποιήσει | να έχουν αποθορυβοποιήσει |
|