Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποθεωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποθεωτικ
ός
η
αποθεωτικ
ή
το
αποθεωτικ
ό
γενική
του
αποθεωτικ
ού
της
αποθεωτικ
ής
του
αποθεωτικ
ού
αιτιατική
τον
αποθεωτικ
ό
την
αποθεωτικ
ή
το
αποθεωτικ
ό
κλητική
αποθεωτικ
έ
αποθεωτικ
ή
αποθεωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποθεωτικ
οί
οι
αποθεωτικ
ές
τα
αποθεωτικ
ά
γενική
των
αποθεωτικ
ών
των
αποθεωτικ
ών
των
αποθεωτικ
ών
αιτιατική
τους
αποθεωτικ
ούς
τις
αποθεωτικ
ές
τα
αποθεωτικ
ά
κλητική
αποθεωτικ
οί
αποθεωτικ
ές
αποθεωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποθεωτικός
<
αποθεώνω
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
αποθεωτικός, -ή, -ό
που
αποθεώνει
, που έχει
σχέση
με την
αποθέωση
βλ αναφέρεται σ’ αυτήν
Συγγενικά
επεξεργασία
αποθεωτικά
→
δείτε
τις λέξεις
αποθεώνω
και
θεός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποθεωτικός
αγγλικά
:
glorifying
(en)
,
enthusiastic
(en)