Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποθέτης οι αποθέτες
      γενική του αποθέτη των αποθετών
    αιτιατική τον αποθέτη τους αποθέτες
     κλητική αποθέτη αποθέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. αποθέτης < αρχαία ελληνική ἀπόθεται
  2. αποθέτης < αποθέτω + -της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποθέτης αρσενικό

  1. (ιστορία) βραχώδης τόπος στο όρος Ταΰγετος, όπου οι αρχαίοι Σπαρτιάτες έριχναν τα ανάπηρα βρέφη
  2. (αρχαιολογία) χώρος όπου οι αρχαίοι απέθεταν ή αποθήκευαν αντικείμενα που θεωρούνταν ιερά ή είχαν κάποιου είδους αξία αλλά πλέον δεν χρησιμοποιούνταν
    ※  Άρα δεν έμενε τίποτε άλλο παρά να τα εγκαταλείψω και να τ' αφήσω ριγμένα εις τους αποθέτας της αφανείας και της λήθης. (Χαράλαμπος Άννινος, Αττικαί ημέραι)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία