↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απλούστευση οι απλουστεύσεις
      γενική της απλούστευσης* των απλουστεύσεων
    αιτιατική την απλούστευση τις απλουστεύσεις
     κλητική απλούστευση απλουστεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απλουστεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απλούστευση < απλουστεύ(ω) + -ση, απόδοση για τη γαλλική simplification[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απλούστευση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία