απλουστεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααπλουστεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απλουστεύω
- θα απλουστεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απλουστεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααπλουστεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απλούστευση