Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

απλουστεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απλουστεύω
  2. θα απλουστεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απλουστεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

απλουστεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απλούστευση