απλήθυντος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απλήθυντος < (ελληνιστική κοινή) ἀπλήθυντος
Επίθετο επεξεργασία
απλήθυντος, -η, -ο
- (σπάνιο) που δεν έχει πληθύνει, δεν έχει αυξηθεί, δεν έχει πολλαπλασιαστεί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απλήθυντος