απειροστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απειροστικός < απειροστός + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίααπειροστικός, -ή, -ό
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απειροστικός
απειροστικός λογισμός
|
απειροστικός, -ή, -ό
|