Ετυμολογία

επεξεργασία
απειροστικός λογισμός < απειροστικός + λογισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική infinitesimal calculus)

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

απειροστικός λογισμός αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία