Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απειροστικός λογισμός < απειροστικός + λογισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική infinitesimal calculus)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

απειροστικός λογισμός αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία