απειροστικός λογισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απειροστικός λογισμός < απειροστικός + λογισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική infinitesimal calculus)
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίααπειροστικός λογισμός αρσενικό
- (μαθηματικά) μαθηματικός κλάδος, που κάνει χρήση των θεμελιωδών εννοιών της σύγκλισης άπειρων ακολουθιών και άπειρων σειρών σε ένα καλά καθορισμένο όριο, με πολλές χρήσεις στον τομέα της επιστήμης, της οικονομίας, της μηχανικής κ.ά.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΥπώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απειροστικός λογισμός