Ετυμολογία

επεξεργασία
διαφορικός λογισμός < λείπει η ετυμολογία

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

διαφορικός λογισμός αρσενικό

  • (μαθηματικά) κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη μελέτη των ρυθμών μεταβολής των ποσοτήτων.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία