Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απειροστός η απειροστή το απειροστό
      γενική του απειροστού της απειροστής του απειροστού
    αιτιατική τον απειροστό την απειροστή το απειροστό
     κλητική απειροστέ απειροστή απειροστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απειροστοί οι απειροστές τα απειροστά
      γενική των απειροστών των απειροστών των απειροστών
    αιτιατική τους απειροστούς τις απειροστές τα απειροστά
     κλητική απειροστοί απειροστές απειροστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απειροστός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

απειροστός

  1. αυτός που έχει ήδη επαναληφθεί πολλές φορές, ο πολλοστός
  2. ο μικροσκοπικός, αυτός που είναι πολύ μικρός, ο απειροελάχιστος
  3. (μαθηματικά) απειροστό (το) η μεταβλητή ποσότητα, η οποία παραμένει μικρότερη από κάθε θετικό αριθμό, χωρίς όμως ποτέ να γίνεται μηδέν

  Μεταφράσεις επεξεργασία