Δείτε επίσης: ἀπειρομεγέθης
↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η απειρομεγέθης το απειρομέγεθες
      γενική του/της απειρομεγέθους* του απειρομεγέθους
    αιτιατική τον/την απειρομεγέθη το απειρομέγεθες
     κλητική απειρομεγέθη απειρομέγεθες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απειρομεγέθεις τα απειρομεγέθη
      γενική των απειρομεγέθων των απειρομεγέθων
    αιτιατική τους/τις απειρομεγέθεις τα απειρομεγέθη
     κλητική απειρομεγέθεις απειρομεγέθη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απειρομεγέθης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπειρομεγέθης. Συγχρονικά αναλύεται σε απειρο- + μέγεθ(ος) + -ης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.pi.ɾo.meˈʝe.θis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πει‐ρο‐με‐γέ‐θης
ομόηχο: απειρομεγέθεις

  Επίθετο

επεξεργασία

απειρομεγέθης, -ης, απειρομέγεθες

Συνώνυμα

επεξεργασία