Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απεικονιζόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απεικονιζόμεν
ος
η
απεικονιζόμεν
η
το
απεικονιζόμεν
ο
γενική
του
απεικονιζόμεν
ου
της
απεικονιζόμεν
ης
του
απεικονιζόμεν
ου
αιτιατική
τον
απεικονιζόμεν
ο
την
απεικονιζόμεν
η
το
απεικονιζόμεν
ο
κλητική
απεικονιζόμεν
ε
απεικονιζόμεν
η
απεικονιζόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απεικονιζόμεν
οι
οι
απεικονιζόμεν
ες
τα
απεικονιζόμεν
α
γενική
των
απεικονιζόμεν
ων
των
απεικονιζόμεν
ων
των
απεικονιζόμεν
ων
αιτιατική
τους
απεικονιζόμεν
ους
τις
απεικονιζόμεν
ες
τα
απεικονιζόμεν
α
κλητική
απεικονιζόμεν
οι
απεικονιζόμεν
ες
απεικονιζόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
απεικονιζόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
απεικονίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απεικονιζόμενος
αγγλικά
:
depicted
(en)