απαραλλήλιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαραλλήλιστος < α- + παραλληλίζω + -τος
Επίθετο
επεξεργασίααπαραλλήλιστος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να παραλληλιστεί
Συγγενικά
επεξεργασία- απαραλλήλιστα
- → δείτε τις λέξεις παραλληλίζω, παράλληλος και άλλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία απαραλλήλιστος
|