απαρακολούθητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απαρακολούθητος < α- + παρακολουθώ + -τος
Επίθετο επεξεργασία
απαρακολούθητος
- που δεν τον έχουν παρακολουθήσει
Συγγενικά επεξεργασία
- απαρακολούθητα
- → δείτε τις λέξεις παρακολουθώ, παρά και ακολουθώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
απαρακολούθητος
{en}} : incomprehensible (en) |