Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απαλυντικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απαλυντικ
ός
η
απαλυντικ
ή
το
απαλυντικ
ό
γενική
του
απαλυντικ
ού
της
απαλυντικ
ής
του
απαλυντικ
ού
αιτιατική
τον
απαλυντικ
ό
την
απαλυντικ
ή
το
απαλυντικ
ό
κλητική
απαλυντικ
έ
απαλυντικ
ή
απαλυντικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απαλυντικ
οί
οι
απαλυντικ
ές
τα
απαλυντικ
ά
γενική
των
απαλυντικ
ών
των
απαλυντικ
ών
των
απαλυντικ
ών
αιτιατική
τους
απαλυντικ
ούς
τις
απαλυντικ
ές
τα
απαλυντικ
ά
κλητική
απαλυντικ
οί
απαλυντικ
ές
απαλυντικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απαλυντικός
<
απαλύνω
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
απαλυντικός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με την
απάλυνση
, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
απαλύνω
και
απαλός
Δείτε επίσης
επεξεργασία
μαλακτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απαλυντικός
αγγλικά
:
emollient
(en)
,
softening
(en)