↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαλυντικός η απαλυντική το απαλυντικό
      γενική του απαλυντικού της απαλυντικής του απαλυντικού
    αιτιατική τον απαλυντικό την απαλυντική το απαλυντικό
     κλητική απαλυντικέ απαλυντική απαλυντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαλυντικοί οι απαλυντικές τα απαλυντικά
      γενική των απαλυντικών των απαλυντικών των απαλυντικών
    αιτιατική τους απαλυντικούς τις απαλυντικές τα απαλυντικά
     κλητική απαλυντικοί απαλυντικές απαλυντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απαλυντικός < απαλύνω + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

απαλυντικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία